Μια βουτιά στον κόσμο του ζωγράφου Χρήστου Παλλαντζά

Η Δημοσιογραφική Ομάδα «Δημοσιογραφική Πένα» των «Σύγχρονων Εκπαιδευτηρίων Κοτρώνη», είχε την τιμή να συναντηθεί με τον καταξιωμένο ζωγράφο κ. Χρήστο Παλλαντζά, σε μία συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε στο Φετιχιέ Τζαμί, όπου και φιλοξενείται η έκθεσή του «Τόπος και Μύθος».

Στην τέχνη, υπάρχουν δημιουργοί που καταφέρνουν όχι μόνο να αποτυπώσουν την ομορφιά του κόσμου, αλλά και να εξερευνήσουν τις πιο βαθιές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής. Ένας από αυτούς είναι ο κ. Χρήστος Παλλαντζάς, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Έλληνες ζωγράφους. Με την χαρακτηριστική του ικανότητα να συνδυάζει τη ρεαλιστική απόδοση των τοπίων με ατμοσφαιρικές, σχεδόν ονειρικές αποχρώσεις, ο Παλλαντζάς έχει καταφέρει να δημιουργήσει έργα που ταξιδεύουν τον νου και αγγίζουν την καρδιά.

Στη συνέντευξη που ακολουθεί, μας προσκαλεί να δούμε την τέχνη μέσα από τη δική του οπτική γωνία και να μάθουμε για τις πηγές έμπνευσής του. Μέσα από τα λόγια του, αναδεικνύεται η βαθιά του αγάπη για τη ζωγραφική και η αναζήτηση της αλήθειας πίσω από την εικόνα.

Ας αφεθούμε, λοιπόν, στο ταξίδι που μας προσφέρει.

Παρατηρώντας τους πίνακές σας αντιλαμβανόμαστε πως στα περισσότερα, αν όχι σε όλους, επικρατεί το στοιχείο της θάλασσας και του ουρανού. Υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που προτιμάτε αυτά τα φυσικά στοιχεία ή συμβολίζουν κάτι για εσάς; 

Εγώ είμαι γνωστός ως ζωγράφος πορτρετίστας. Έχω κάνει εξαιρετική έρευνα στα γυμνά, στη φιγούρα στον χώρο. Όταν με ρώταγαν πριν χρόνια “τι μελετάς;”, εγώ έλεγα “τη φιγούρα στον χώρο”. Είναι ένα ερώτημα που το έθετε πάντα η ζωγραφική. Λοιπόν, κάποια στιγμή, μου συνέβησαν δύσκολα πράγματα στη ζωή μου. Όταν μπήκα σε μια δύσκολη ψυχολογική διαδικασία, αμέσως η σκέψη που έκανα ήταν η εξής: Εάν μπορούσα να σηκωθώ από αυτό το έδαφος και να βρεθώ σε μία άλλη διάσταση στον ουρανό ή, αν απλά κοίταζα τον ουρανό και βρισκόμουνα ψηλά και κοίταζα κάτω ό,τι είχα περάσει, ό,τι πρόβλημα και αν είχα, θα ήταν τόσο ασήμαντο που θα έμοιαζε σαν να μην αφορά κανέναν. Αυτή η σκέψη, ότι κοιτάζω από επάνω και όλα μικραίνουν κάτω ξαφνικά, με έβαλε σε μια διαδικασία ανάτασης. Γαλήνεψα περισσότερο. Σαν να μην ήταν πραγματικά τα προβλήματα. Λες και ήταν πολύ μικρά για να με αφορούν. Και αν σκεφτούμε, ο ουρανός έχει ένα σημείο αναφοράς, που εκεί οι άνθρωποι βάζουν τον Θεό, την αλήθεια, τη δικαιοσύνη, όλα ίπτανται εκεί, όλα έχουν ανεβεί ψηλά. Για εμένα είναι ένα στοιχείο που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας ζωγράφος για να πετύχει τέτοιους συμβολισμούς στη ζωγραφική. Έτσι λοιπόν, οδηγήθηκα και στη Ναύπακτο σε αυτή την έκθεση με τον τίτλο «Τόπος και Μύθος», που πάλι καλύπτεται από τέτοια διάθεση.

Στο βιογραφικό σας διαβάζουμε, πως εργαστήκατε στην παιδοψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Παίδων “Αγία Σοφία” ως artist therapist  στο πρόγραμμα προαγωγής ψυχικής υγείας παιδιών και εφήβων με χρόνια σωματική νόσο. Η ενασχόλησή σας αυτή άσκησε έντονη επίδραση στη μετέπειτα καλλιτεχνική σας πορεία;

Πάρα πολύ μεγάλη. Πρώτα από όλα εδώ πρέπει να εξομολογηθώ τον τρόπο που μπήκα στο πρόγραμμα. ‘Οταν συζήτησα με τους ειδικούς, έκανα μια αναφορά, λέγοντας αυτά που λέω και σε εσάς κατά καιρούς, για τον ανθρώπινο εγκέφαλο και αυτό που έχουμε κληρονομήσει, το δημιουργικό, το οποίο έχει ναρκωθεί και με τα φωνογράμματα έχει διαφοροποιηθεί και αποσχιστεί. Αν το ενεργοποιήσουμε όμως, έχουμε περισσότερους νευρώνες για τις θεραπείες. Αυτή ήταν η πρότασή μου. Και δεύτερον τους είπα ότι ο λόγος που οι καλλιτέχνες ζωγραφίζουν είναι γιατί θέλουν να νικήσουν τον θάνατο, να περιορίσουν μάλλον την αγωνία του θανάτου. Είναι μια διαδικασία, όπου για κάποιον λόγο, ο καλλιτέχνης μπαίνει σε μια υπερβατική κατάσταση, είναι σαν να ταυτίζεται με τον Θεό. Δεν είσαι ακριβώς στη γη εκείνη την ώρα ή μάλλον το φαντασιακό αυτό κομμάτι του εγκεφάλου δονείται πολύ έντονα. Μου έχουν πει «να σε τραβήξουμε βίντεο, έχει αλλάξει η έκφραση σου ολόκληρη». Εγώ πολλές φορές μόλις βγω από τη διαδικασία του έργου δεν ξέρω τι έχω κάνει, με τρόμο την άλλη μέρα λέω «εγώ το έκανα; γιατί το έκανα; τι σκέφτηκα εκείνη την ώρα; τώρα θα το σώσω ή θα το χαλάσω;» Αυτή είναι η αγωνία μου. Σημαίνει, λοιπόν, ότι εκείνη την ώρα μάλλον ο ανθρώπινος εγκέφαλος μπαίνει σε μια περίεργη δόνηση. Μπορεί να πατήσω στο έργο, να περάσω απέναντι και να ξαναγυρίσω. Τώρα πια που έχω μεγαλώσει, μου πέφτουν τα πινέλα και δεν σηκώνομαι να τα πιάσω για να μην με πιάσει η μέση, τα κλωτσάω και παίρνω άλλο. Σιγά σιγά οργανώνομαι πιο πολύ σε αυτό για να έχω τον έλεγχο. Το πρώτο επίπεδο είναι αυτό.

Οι παιδοψυχίατροι του νοσοκομείου «Αγία Σοφία» λένε «ωραία θα έρθεις και θα αναλάβεις το “τμήμα των εικαστικών”. Δεν μου δώσανε πληροφορίες για τα παιδιά. Το μόνο που μου λέγανε ήταν ότι είχαν ινοκυστική νόσο. Δεν μου έδιναν πληροφορίες και ο λόγος, τον οποίο μου εξήγησαν μετά, ήταν για να μην επηρεαστώ εγώ συναισθηματικά. Εγώ μπήκα ανάμεσα στα παιδιά και τα αντιμετώπισα ως υγιή. Κόντεψα να τα πάρω σβάρνα που λέει ο λόγος. Παρόλο που έπρεπε να προσέχουν τη διατροφή τους και τις μολύνσεις, εγώ τους φερόμουν σαν να ήταν υγιή. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό, καθώς τα παιδιά μεταμορφώθηκαν. Ίσως αυτός ήταν ο στόχος των ψυχιάτρων, να μην επηρεαστώ και να μην πω «αχ πως θα τα ακουμπήσω; είναι εύθραυστα, μην πάθουν κάτι», εγώ μπήκα σαρωτικά. Μετά άρχισα να συνειδητοποιώ ότι είχα πάρει πάρα πολύ φόρα, αλλά μετά δεν το μάζευα, γιατί τράβαγαν τα παιδιά μπροστά. Δύσκολα πράγματα.

Με ρωτήσατε αν βγήκα δυνατός. ‘Οπως σας είπα πριν, αυτό έγινε πριν ασχοληθώ με τους ουρανούς. Δεν είναι τυχαίο, σίγουρα κάτι έχει αφήσει. Σε μια συνάντηση στο Πανεπιστήμιο, ήρθαν οι γονείς ενός κοριτσιού που είχε εξαιρετικό ταλέντο στη ζωγραφική. Εκεί που πριν υπήρχε παραίτηση, το παιδί άρχισε να μαθαίνει γαλλικά και να αντιγράφει εξαιρετικά έργα του Μονέ. Αυτό της έδωσε ώθηση και κίνητρο. Οι γονείς της μου αποκάλυψαν ότι, ενώ την είχα συναντήσει σε ηλικία 11 ετών, στα 17 της χρειαζόταν μεταμόσχευση πνεύμονα και δεν ήξεραν αν θα τα καταφέρει. Αυτές οι καταστάσεις δεν είναι πάντα ρόδινες. Αυτό που με κάνει χαρούμενο είναι όταν έρχονται παιδιά και μπορώ να μιλήσω μαζί τους. Είναι ίσως το καλύτερο κομμάτι της ζωής μου, γιατί πιστεύω ότι μέσα από τη συζήτηση και την τέχνη τα παιδιά μπορούν να δουν τον κόσμο με διαφορετικό τρόπο. Εγώ πιστεύω πάρα πολύ στο «μοιράζω». Με την ίδια λογική παίρνω τα έργα μου, πάω σε ένα βουνό, κάθομαι και δεν με βλέπει κανείς. Και τι έγινε; Αν αυτό γίνεται αφορμή για συζήτηση, ανταλλαγή εμπειριών και μάθηση, τότε είναι ο μόνος τρόπος να προχωρήσουμε μπροστά.

Ποιο ήταν το κίνητρο που σας ώθησε να ασχοληθείτε με τη ζωγραφική και από ποια ηλικία ξεκινήσατε να ζωγραφίζετε; 

Ωραία ερώτηση! Λοιπόν, μπορώ να σας εξομολογηθώ ότι η πιο παλιά ανάμνηση που έχω για τη ζωγραφική είναι όταν ήμουν 9 χρόνων. Με το σχολείο μου, από ένα χωριό της Λάρισας, μας πήγαν για επίσκεψη στα Μετέωρα. Πήγα με τη μητέρα μου, η οποία με συνόδευε και είδα τα Μετέωρα. Εντυπωσιάστηκα! Τότε ήταν και η δεκαετία του ’60 και όλα ήταν σε λίγο πιο πρωτόγονο ρυθμό, να το πω έτσι. Γυρνώντας, λοιπόν, το απόγευμα στο σπίτι, πήρα ένα χαρτί κι ήθελα να αποτυπώσω τον τρόπο που είχα δει τα μοναστήρια πάνω στα βράχια. Όμως στεναχωριόμουν, γιατί δεν έμοιαζε με αυτό που είχα καταλάβει ότι έβλεπα, και έλεγα “μα δεν ήταν ακριβώς έτσι!” Μετά από χρόνια το αναλογίζομαι και καταλαβαίνω πως δεν το είχα καταφέρει, γιατί δεν υπήρχε κάποιος να μου δείξει το πώς να παρατηρώ, ώστε να καταλάβω με τι τρόπο θα μπορούσα να κάνω κάποιες σημειώσεις στο χαρτί, πιο αναπαραστατικές, πιο ρεαλιστικές. Αυτή είναι η πιο παλιά ανάμνηση που έχω.

Τώρα γιατί ασχολήθηκα με τη ζωγραφική; Πρέπει να σας εξομολογηθώ πως όταν κάποιοι άνοιξαν τα αρχεία του Δημοτικού Σχολείου, ο δάσκαλος είχε σημειώσει για μένα ότι ήθελα να γίνω εφευρέτης. Το είχα ξεχάσει. Μου άρεσε πάντα να μαθαίνω πώς και γιατί. Μου άρεσε πάρα πολύ η Ιατρική. Πήγα στην Αμερική να σπουδάσω Ιατρική και τα παράτησα και γύρισα πίσω. Έτσι οδηγήθηκα στην Αρχιτεκτονική και κατέληξα στη Σχολή Καλών Τεχνών, γιατί δεν είχαν οι γονείς μου ούτε την παιδεία, ούτε τις αναφορές να με κατευθύνουν προς αυτή την κατεύθυνση. Στην ουσία αυτοσχεδίαζα πάντα. Στο εργαστήριο που πήγα, στη Λάρισα, για να κάνω το σχέδιο της Αρχιτεκτονικής, ο καθηγητής που με δίδασκε ήταν της Σχολής Καλών Τεχνών μου είπε: «εσένα τα σχέδιά σου είναι ρεαλιστικά, πρέπει να πας στη Σχολή Καλών Τεχνών». Γιατί πέρα από τα αγάλματα που σχεδίαζα, όταν κάναμε κάποιο διάλειμμα, εγώ κοίταζα έξω από το παράθυρο και ζωγράφιζα αυτά που έβλεπα απ’ έξω. Δηλαδή, δεν περιοριζόταν η παρατήρηση και η περιέργειά μου να καταλάβω τι υπάρχει γύρω κι έτσι κατέληξα στη Σχολή Καλών Τεχνών. Εάν, εδώ να σημειώσω, ήξερα την Ψυχιατρική και την Ψυχανάλυση, όταν πήγα στην Αμερική, μπορεί να έμενα εκεί, γιατί τα συνδυάζω πια. Ίσως να μπορούσα να υπηρετήσω την Ιατρική με αυτόν τον τρόπο. Γι’ αυτό πάντα μιλάω για τον εγκέφαλο και σας εξηγώ για τις λειτουργίες του. Είναι πράγματα που τα μελετώ πολλά χρόνια.

Πώς νιώσατε όταν σας επέλεξαν ως έναν από τους σημαντικότερους Έλληνες καλλιτέχνες, για να εκπροσωπήσετε με το έργο σας τη σύγχρονη ελληνική τέχνη κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004;

Δεν αισθάνθηκα τίποτα, δεν με αφορούσε ποτέ, ούτε και τώρα με αφορά. Έχω τόση αγωνία κάθε φορά που τελειώνει η έκθεση, γιατί είναι ωραίο κάποια παιδιά με αφορμή το δικό μου έργο να γίνουν ζωγράφοι στη ζωή τους. Δεν ξέρουν αν θα πετύχουν, ούτε εγώ ξέρω αν έχω πετύχει, το τέλος θα δείξει. Πρέπει να είμαστε πάντα προετοιμασμένοι για το δεύτερο μέρος που μπορεί να δημιουργήσει όλη την ανατροπή, όπως και στις ταινίες. Δεν είναι εύκολο μετά από όλα αυτά που μου έχουν συμβεί να ξαναμπώ στο εργαστήριο, γιατί κάθε φορά καλούμαι να πάω ένα σκαλί παραπάνω, καθώς αν κάνω τα ίδια δεν έχει νόημα. Πρέπει να μπω σε μια ψυχική διαδικασία για να μπορέσω να χτίσω κάτι καινούργιο και δεν είναι ευχάριστο. Όλο αυτό είναι ένας τρόπος ζωής.

Εξομολογούμαι σε φίλους μου ότι σκοπεύω να αφήσω την ζωγραφική και πως αισθάνομαι ότι δεν τελείωσα ποτέ κανένα έργο. Στην ερώτηση, τι σημαίνει σημαντικό σήμερα; Εγώ θα έλεγα σημαίνει ολοκληρωμένο. Μικρός έθεσα στον εαυτό μου αυτό το ερώτημα: “Ποιος είναι πιο ελεύθερος άνθρωπος, αυτός που έχει την δυνατότητα να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο, να ξημερώνει σε λιμάνια, να γεύεται γεύσεις, ή ο μοναχός που κλείνεται σε ένα κελί και προσεύχεται για την σωτηρία του εαυτού του αλλά και των άλλων;” Αν δίναμε ένα βραβείο με κριτήριο ποιος είναι ο καλύτερος από τους δύο, θα το έπαιρνε αυτός που ταξιδεύει, ο μοναχός θα έλεγε δεν με αφορά, άρα αυτός είναι πιο ελεύθερος.

Βλέπουμε ότι μερικά από τα έργα σας έχουν ως θέμα το λιμάνι της Ναυπάκτου· τι ήταν αυτό που σας προκάλεσε το ενδιαφέρον ώστε να φιλοτεχνήσετε αυτούς τους πίνακες; 

Πρώτα από όλα, η πρόσκληση από την Εφορία Αρχαιοτήτων να εκθέσω εδώ, ήταν πολύ τιμητική και την αποδέχτηκα με χαρά. Αρχικά, σκέφτηκα απλώς να παρουσιάσω τη δουλειά μου. Ωστόσο, επειδή είμαι σχετικά γνωστός ζωγράφος, είχα ήδη κάνει μια μεγάλη έκθεση το 2023 στην Αθήνα, την οποία είχε επισκεφτεί πολύς κόσμος. Έτσι, αναρωτήθηκα: «Ποιο το νόημα να παρουσιάσω ξανά τα ίδια έργα, απλώς επειδή είναι δικά μου;». Πάντα με ενδιαφέρει η πρόκληση του τόπου στον οποίο εκθέτω, δηλαδή να εκφράσω πρώτα την εικόνα που εισπράττω από τον ίδιο τον τόπο. Ο κολλητός μου είναι Ναυπάκτιος· για χρόνια μου έλεγε «έλα το καλοκαίρι να είμαστε μαζί», και ποτέ δεν τα κατάφερνα. Είμαι δύσκολος βέβαια στις μετακινήσεις, αλλά το είδα σαν ευκαιρία καθώς θα είναι και ο Ανδρέας, ο φίλος μου εδώ, μιας και είναι ο τόπος του ο πατρογονικός. Έτσι λοιπόν σκέφτηκα, καλούμαι εγώ τώρα να πάω στη Ναύπακτο και να δω ποιος είναι αυτός ο τόπος, τι μπορώ εγώ να αποκομίσω, να τον εξερευνήσω και μετά να μπορέσω να αφηγηθώ μια ιστορία, που θα μπορούσα να περάσω και ένα μήνυμα στους ανθρώπους.

Τον πρώτο καιρό δελεάστηκα πάρα πολύ από τη Ναυμαχία, που είναι πολύ διαφημισμένη. Δεν είχα πολλά στοιχεία να ασχοληθώ. Μετά ζήτησα από συναδέλφους αρχαιολόγους να μου στείλουν εργασίες τους, να διαβάσω για τους μύθους της περιοχής, αν υπήρχε ένα ιστορικό πρόσωπο, αν υπήρχε κάποια παράδοση με κάποιο πρόσωπο. Είχα πρόσβαση σε πολλά επιστημονικά κείμενα, αλλά παράλληλα ήθελα να εκφραστώ με έναν πιο προσωπικό τρόπο. Οπότε το επόμενο βήμα πια, ήταν εγώ να αφηγηθώ το πώς αισθάνομαι. Με αφορμή τον Ανδρέα, που είναι ο παιδικός μου φίλος και είναι αρχαιολόγος και πολύ καλός μάλιστα, αναρωτήθηκα σε ποια ψυχολογική διαδικασία θα περνούσα αν επισκεπτόμουν τη Ναύπακτο. Το πρώτο έργο που δημιούργησα με τίτλο «Η συνάντηση», αποτυπώνει τη στιγμή που συναντιόμαστε στο Ρίο· εκείνος έρχεται από την απέναντι πλευρά. Ένα δεύτερο έργο, με τίτλο «Περιμένοντας», είναι η στιγμή που τον περιμένω στο λιμάνι της Ναυπάκτου, κάτω από τα τείχη, με φόντο την καστροπολιτεία. Περιμένω να τελειώσει τις δουλειές του και να ξεκινήσω κι εγώ τη δική μου εξερεύνηση. Ένα άλλο έργο, «Ο περίπατος της Βίβιαν», είναι εμπνευσμένος από μια εικόνα που μου έστειλε η Βίβιαν και είναι η οπτική έτσι όπως την είδα εγώ, από πάνω προς τα κάτω. Επίσης, ένα ακόμα έργο αφορά το σημείο που εικάζεται ότι έγινε η Ναυμαχία της Ναυπάκτου. Όταν βρέθηκα εκεί, σκέφτηκα: «Αν αυτό το νησί μπορούσε να μιλήσει, τι ιστορία θα μπορούσε να αφηγηθεί;». Για μένα, το νησί είναι η μόνη πραγματικότητα που έχει απομείνει, καθώς η θάλασσα έχει “καταπιεί” τα πάντα. Εγώ στέκομαι σε ένα κομματάκι που έχει παραλία με μεγάλες πέτρες. Τα εξαφάνισα επίτηδες, γιατί θεωρώ ότι, όπως περνάει η ιστορία και δεν έχουμε κανένα εύρημα να μας αποδείξει, ούτε μια άγκυρα, ούτε ένα κομμάτι ξύλο από κάποιο πλοίο για να βεβαιωθούμε τι έγινε, το μόνο που μένει είναι η φαντασία μας και τα γραπτά κείμενα, άρα είπαμε η θάλασσα τα κατάπιε όλα. Αλλά μόνο μια τέτοια θάλασσα θα μπορούσε να τα καταπιεί· λίγο σκούρα, ταραγμένη, ένα σύννεφο από πάνω της και ένας ήλιος που μοιράζεται σε δύση και ανατολή, γιατί στη Ναυμαχία δύο ήταν οι δυνάμεις: η Δύση και η Ανατολή. Άρα σκηνοθέτησα εδώ ένα έργο παρατηρώντας τη φύση, που να παραπέμπει σε ένα συναίσθημα που θα μπορέσεις από κάτω να φανταστείς τα πλοία.

Ζωγραφίζετε με την καρδιά ή με το μυαλό;    

Είναι ένας διπλός συνδυασμός. Κατά την ώρα της διαδικασίας, μπαίνω σε μια περίεργη κατάσταση που δεν ξέρω ακριβώς τι κάνω. Όσο περνούν τα χρόνια, σίγουρα η εμπειρία κάνει γρήγορες διεργασίες. Όταν όμως αποστασιοποιούμαι από το έργο και το εξετάζω με λογική, μπορώ να διακρίνω τυχόν τεχνικά λάθη. Πολλές φορές είναι καθαρά θέμα ψυχής και καρδιάς. Ίσως αν κάνω ένα έργο που να με καλύψει πλήρως σε αυτό το επίπεδο, μπορεί να μην ζωγραφίσω άλλο. Όταν ζωγραφίζω, εκείνη την ώρα, για κάποιον λόγο, αυτό που βλέπω απέναντι πηγαίνει στον εγκέφαλο και ανασύρει την πληροφορία από την εμπειρία. Έβλεπα συνήθως τα νούμερα στις μπογιές που έπρεπε να χρησιμοποιήσω, το συναίσθημα ήταν πολύ περίεργο, πολύ έντονο. Αισθανόμουν σαν να το ήξερα αυτό το πράγμα, σαν να το έχω ξαναδεί, να το έχω ξαναζήσει. Αυτό σίγουρα όλοι το έχουν. Μία υπερβολή στο συναίσθημα.